Ελληνικές Φορεσιές, από την εφημερίδα το "ΒΗΜΑ"

2013-04-10 17:50

4.000 χρόνια ελληνικής φορεσιάς
Από τα δέρματα των ζώων ως τα σύγχρονα αστραφτερά μεταλλικά υφάσματα. Από τα γυμνά κυκλαδικά ειδώλια ως τα μοντέλα της πασαρέλας. Και από την υφαντική τέχνη που ξεκίνησε από τα σχοινιά και τα δίχτυα ­ αυτά που οι προϊστορικοί άνθρωποι χρησιμοποίησαν στο κυνήγι και στο ψάρεμα ­ ως τη βιομηχανική κλωστοϋφαντουργία και τους οίκους μόδας. Η χρονική απόσταση μετριέται σε χιλιετίες. Οση και η ανάγκη του ανθρώπου να προστατευθεί, να διακριθεί, να επιδειχθεί, να χαρεί μέσα από το ένδυμα. Το ταξίδι των ελληνικών ενδυμάτων μέσα στον χρόνο, ένα μακρύ και ελκυστικό ταξίδι, που ακολούθησε την ιστορική πορεία του Ελληνισμού και έζησε τις λαμπρές περιόδους του αλλά και τις δοκιμασίες του, καταγράφεται στην έκθεση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού που επιμελήθηκε η ενδυματολόγος κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου. «Κρόσσια, χιτώνες, ντουλαμάδες, βελάδες ­ 4.000 χρόνια ελληνικής φορεσιάς» ο τίτλος της, μια φιλόδοξη προσπάθεια, που δεν αρκείται στην εικαστική παρουσίαση του ελληνικού ενδύματος αλλά επεκτείνεται στη σχέση του με την ιστορία.


Η διαχρονική πορεία της ελληνικής φορεσιάς από την προϊστορία ως τις αρχές του 20ού αιώνα είναι ένα πανόραμα που συντίθεται από χειροποίητες φορεσιές αλλά και από αντικείμενα που σχετίζονται με το ένδυμα, όπως είναι οι αργαλειοί, τα αγάλματα, οπτικοακουστικό υλικό και ειδικές κατασκευές στον χώρο, με παράδειγμα την περιστρεφόμενη πίστα με τις 12 κούκλες, ντυμένες με σκοπελίτικες φορεσιές. Τα ζωηρόχρωμα ρούχα των Μινωιτισσών και οι νεότερες, εξίσου εντυπωσιακές, παραδοσιακές φορεσιές του ελληνικού χώρου οριοθετούν τα δύο άκρα αυτής της ιστορίας, με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, όσα και τα εξελικτικά στάδια κατά τα οποία το ελληνικό ένδυμα δέχθηκε επιρροές αλλά ταυτόχρονα επηρέασε πολιτισμούς με τους οποίους ήρθε σε επαφή.

Πήλινα σφοντύλια για το γνέσιμο του μαλλιού, οστέινες βελόνες για το ράψιμο των ρούχων και τα βαρίδια του όρθιου αργαλειού είναι μερικά από τα αρχαιολογικά ευρήματα που δίνουν πληροφορίες για το ένδυμα της Νεολιθικής Εποχής στο Αιγαίο, όπου έφθασε η τέχνη της ύφανσης προερχόμενη από τη Μεσοποταμία. Οι τοιχογραφίες από τη Θήρα και την Κρήτη δείχνουν έναν πραγματικό πλούτο χρωμάτων και διακόσμησης, με ενδύματα λινά ή μάλλινα, που τα κοσμούν πολύχρωμες τρέσες, χάντρες και μεταλλικά φύλλα. Η θεά των όφεων αποτελεί έτσι και για την έκθεση ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της περιόδου καθώς υποδέχεται τους επισκέπτες αγέρωχη μέσα στην πλούσια ενδυμασία της και γυμνόστηθη, κατά τη συνήθεια της εποχής, κρατώντας δύο μικρά φίδια στα χέρια.

Τα ομηρικά έπη που μας δίνουν πληροφορίες, στη συνέχεια, για τα ενδύματα του 9ου και 8ου π.Χ. αιώνα μιλούν για άνδρες και γυναίκες που φορούν ποδήρεις χιτώνες, για τον πέπλο που εμφανίζεται τότε για πρώτη φορά, αλλά και για τον φάρο, το ριχτό επανωφόρι που, σύμφωνα με τον Ομηρο, ύφαινε και ξεΰφαινε η Πηνελόπη για να καθυστερήσει τους μνηστήρες. Οι κούροι και οι κόρες, οι πρώτες γλυπτές αναπαραστάσεις κοινών θνητών της αρχαϊκής εποχής, είναι σαφέστατοι στις πληροφορίες τους για τον λινό ή μάλλινο χιτώνα, το ιμάτιο και τη χλαμύδα, που θα διατηρηθούν και στους επόμενους αιώνες. Σε αυτούς θα προστεθούν στην κλασική εποχή η εξωμίς για τους στρατιώτες και τους αγρότες, ο τρίβων, το άκομψο ρούχο των φιλοσόφων, αλλά και η χλανίς, ένας χιτώνας λεπτοϋφασμένος και διακοσμημένος με χρωματιστές ταινίες. Πρόκειται για μια ενδυματολογική λιτότητα που με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή θα ανατραπεί καθώς μια τάση για εκζήτηση θα επικρατήσει, για να δώσει όμως και αυτή τη θέση της, στη συνέχεια, στη ρωμαϊκή αυστηρότητα.

Η κοινωνική θέση, η οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, η ηλικία και το φύλο καθόριζαν αυστηρά την ενδυμασία των Βυζαντινών, που δημιούργησαν τον δικό τους ενδυματολογικό χαρακτήρα αφομοιώνοντας στοιχεία της Ανατολής. Ο Ιουστινιανός με τη Θεοδώρα και τις ακολουθίες τους παρουσιάζονται στην έκθεση φορώντας μεταξωτά και πολυτελή υφάσματα, χρυσοκεντημένα και διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Με την οθωμανική κυριαρχία το σκηνικό θα αλλάξει, όχι όμως και η πολυτέλεια όσον αφορά την ενδυμασία των ανωτέρων τάξεων. Ο Τούρκος που κάθεται σε ένα τεράστιο μαξιλάρι και μυρίζει μια τουλίπα σηματοδοτεί με την αλληγορική εικόνα του κατά τον καλύτερο τρόπο το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, ενώ την ίδια στιγμή ο ελληνικός χώρος διαμορφώνει τις τοπικές ενδυμασίες του. Στα Επτάνησα έτσι αρχίζει να επικρατεί για τις γυναίκες το φουστάνι, μια τοπική παραλλαγή του αναγεννησιακού φορέματος, ενώ οι φουστανέλες, οι βράκες και οι μπουραζάνες είναι τα ανδρικά ενδύματα που φορούν αντιστοίχως στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στις παράλιες περιοχές και τέλος στη Βόρεια Ελλάδα. Οι τρομεροί αγωνιστές του '21 με τις λερές φουστανέλες και τα μακριά μαλλιά φέρνουν και στην έκθεση την Επανάσταση με τα λάβαρά τους. Δίπλα ο φραγκοφορεμένος Καποδίστριας, κοντά και ο Οθωνας με την Αμαλία, καθώς η παραδοσιακή ενδυμασία συμπορεύεται για ένα διάστημα με την ευρωπαϊκή μόδα, ώσπου η πρώτη, στις αρχές του 20ού αιώνα, σχεδόν να εξαφανιστεί.

Ιστορικοί και ερευνητές του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού έχουν συντάξει ένα χρονολόγιο για όλα αυτά, με σταθμούς στα σημαντικότερα γεγονότα της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας, που με τη μορφή μιας κόκκινης κλωστής περιτρέχει την έκθεση. Καθώς η ανέμη ξετυλίγεται η μουσική που συνέθεσε ο Σταμάτης Κραουνάκης, οι χορογραφίες που δημιούργησε η Σοφία Σπυράτου και τα βίντεο που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης φέρνουν αυτά τα 4.000 χρόνια ελληνικής φορεσιάς κοντά μας.

Από την εφημερίδα το "ΒΗΜΑ", 10/10/1999